- περιοχουμένη
- περιοχέομαιto be traversed in all directionspres part mp fem nom/voc sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιοχούμαι — έομαι, Α παθ. τρέχουν επάνω μου προς όλες τις κατευθύνσεις («γῆ... περιοχουμένη ζῴοις», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ὀχοῦμαι «βαστάζω, φέρω»] … Dictionary of Greek